- επιθύραιος
- ἐπιθύραιος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην πόρτα2. μτφ. πρόχειρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυραίος (θύρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek